-
1 задолго
задолго (από) πολύ πριν \задолго до начала πολύ πριν αρχί σει* * *задо́лго до нача́ла — πολύ πριν αρχίσει
-
2 как
επίρ., μόριο κ. σύνδ.I.επίρ.1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•
как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•
как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.
2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•
как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.
3. πόσο, τι, πάρα πολύ•как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•
как он глуп! τι ανόητος!•
ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•
как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•
он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•
отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.
4. όταν, πότε.5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.II.μόριο1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.III.(σύνδεσμος υποτακτικός).1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•
белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•
как прежде όπως πριν.
|| - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•в то время как στο μεταξύ•
как только ευθύς μόλις;•
перед тем как λίγο πριν να•
задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•
всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•
с тех поркак αφότου, από τότε που
4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.
|| (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.
|| πως ότι•они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.
εκφρ.как бы не – πως να μην•как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•как есть – απλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•как можно – όσο το δυνατό•как бы не так! – πως όχι!•как нельзя – όσο δεν παίρνει•как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•как скоро – παλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•как известно – όπως είναι γνωστό•как же так? – πως λοιπόν;•как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως. -
3 давно
επίρ.πριν από πολύ χρόνο, είναι πολύς καιρός που, έχω πολύ καιρό να•так давно ύστερα από τόσο καιρό•
давно ли его не видели? έχετε καιρό να τον ιδήτε;•
это было давно αυτό συνέβηκε πριν πολύ καιρό•
не -так давно δεν ειναι και πολύς καιρός.
εκφρ.давно бы так – εννοείται•надо было) – από καιρό έτσι έπρεπε η χρειαζόταν. -
4 задолго
задолгонареч πολύ πρίν, ἀπο πολύ καιρό πρίν:\задолго до начала πολύ πρίν ἀρχίσει. -
5 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
6 тот
тот(та, то) мест.1. ἐκείνος (εκείνη, ἐκεΐνο):\тот дом ἐκεϊνο τό σπίτι· и \тот раз ἐκείνη τή φορά· \тот же самый ὁ ἰδιος· \тот и другой κι ὁ ἕνας κι· ὁ ἄλλος· \тот уехал, а этот остался ἐκεΐνος Εφυγε κι αὐτός ἔμεινε· с того дня ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα, ἀπό τότε· спрошу у того́, кто знает θά ρωτήσω ἐκείνον πού ξέρει· в те же дни ἐκεΐνες τίς μέρες· то было вчера, а э́то сегодня ἄλλο χθες κι ἄλλο σήμερα·2. (не этот, другой) ἄλλος (ἄλλη, ἄλλο):на том берегу́ στήν ἄλλη ὅχθή· по ту сторону ἀπ· τό ἄλλο μέρος· ◊ ни то ни се τίποτα τό ξεκάθαρο· тем самым καί ἔτσι, καί μ' αὐτόν τόν τρόπο· тем более, что... πολύ περισσότερο πού...· тем лу́чше (ху́же) τόσο τό καλλίτερο (τό χειρότερο)· тем не менее ὅμως, ἐν τούτοις, καί ὅμως· до того, что (до такой степени) σέ τέτοιο βαθμό πού, σέ τέτοιο σημείο πού· после того, как... бо-τερα ἀπό...· перед тем... πρίν ἀπό...· между тем, тем временем ἐν τῶ μεταξύ, στό μεταξύ· кроме того́ ἐκτος αὐτοῦ, ἐκτος ἀπ· αὐτό· к тому́ же καί ἐπιπλέον, κοντά στ' ἄλλο, προσέτι· как бы то ни́ было ἔτσι ἡ ἀλλιως, ὅπως καί νά εἶναι· ни с того ни с сего στά καλα καθούμενα· и тому подобное καί τά λοιπά· много лет тому́ назад πρίν ἀπό πολλά χρόνια, πρό πολλών ἐτών того и гляди δέν ἀποκλείεται καθόλου..., ἀπό στιγμή σέ στιγμή μπορεί ·· поговорить о том, о сем μιλᾶ-με γιά διάφορα πράγματα. -
7 год
годм1. (промежуток времени) ὁ χρόνος, ἡ χρονιά, τό ἐτος:текущий \год τό τρέχον ἐτος, ὁ φετεινός χρόνος· бюджетный \год τό οίκονομικόν ἔτος· учебный \год τό σχολικόν ἔτος, ἡ σχολική χρονιά· високосный \год τό δίσεκτο ἐτος· урожайный \год χρόνος πλούσιας σοδειάς· времена \года οἱ ἐποχές τοῦ ἐτους' \год рождения χρόνος γέννησης, ἐτος γεννήσεως· \год смерти ἡ ἡμερομηνία θανάτού ему́ три \года εἶναι τριῶν χρονῶν (ἐτῶν)· ему́ шестнадцатый \год εἶναι δεκαέξη χρονών (ἐτών), περπατά στά δεκάξη· в будущем \году́ τοῦ χρόνου, στό ἐπόμενο ἐτος· в прошлом \году́ πέρυσι, πέρσι, τόν περασμένο χρόνο, τό παρελθόν ἐτος· в позапрошлом \году́ πρόπερσι, τό προπαρελθόν ἔτος· Два \года тому́ назад δυό χρόνια πρίν, πρό δυό ἐτῶν два \года спустя μετά ἀπό δυό χρόνια· через \год μετά ἀπό ἕνα χρόνο· около \года ἕνα χρόνο περίπού два раза в \год δυό φορές τό χρόνο, δίς τοῦ ἐτους' из \года в \год κάθε χρόνο· \год от \году ἀπό χρονιά σέ χρονιά· \год за \годом κάθε χρόνο· за \год до... ἕνα χρόνο πρίν...· в течение \года μέσα στό χρόνο, στή διάρκεια τοῦ ἔτους· по истечении \года μετά παρέλευσιν ἐτους· с этого \года ἀπό φέτος, ἀπό τούτη τή χρονιά· в том же \году́ τόν ίδιο χρόνο, τό ἰδιο ἔτος· около \года ἕνα χρόνο περίπου· за (один) \год μέσα σ' ἕνα χρόνο, στή διάρκεια ἐνός ἔτοῦς·2. \год||ы мн. (эпоха, период времени) τά χρόνια, ὁ καιρός:детские \годы τά παιδικά χρόνια· двадцатые \годы τά χρόνια 20-30, ἡ τρίτη δεκαετηρίδα· люди сороковых \годо́в ἡ γενιά τοῦ σαράντα·3. \год||ы мн. (возраст) ἡ ήλικία, τά χρόνια:он в \годах εἶναι ἡλικιωμένος· в мой \годы στήν ἡλικία μου, στά χρόνια μου· ◊ Новый \год τό νέον ἔτος, ὁ καινούριος χρόνος, ἡ πρωτοχρονιά· с Новым \годом! Καλή χρονιά!, Καλή πρωτοχρονιά!, εὐτυχές τό Νέον ἔτος!· кру́г-лый \год ὁλοχρονίς, ὅλο τό χρόνο· без \году неделя разг, ар он. πολύ λίγο διάστημα. -
8 третий
-ья, -ье (τακτ. αριθμητικό).1. τρίτος•третий год τρίτος χρόνος•
третий урок τρίτο μάθημα.
2. άσχετος με ένα ζήτημα•решение спора -ьим лицом λύση της διαφοράς από τρίτο πρόσωπο.
|| κατώτερος•чай -ьего сорта τσάι τρίτης ποιότητας.
ουσ. το τρίτο (κατά σειρά προσφερόμενο) φαγητό.3. (παρνθ. λ.) τρίτον.4. ουσ. -ья θ. το τρίτο μέρος (του όλου)•две -ьих τα δύο τρίτα.
εκφρ.- ье отделение – παλ. το τρίτο αστυνομικό τμήμα•- ье поколение – η τρίτη γενεά (οι εγγονοί)•- ья скорость – τρίτη ταχύτητα•- ьего дня – προχτές•- ьей руки – μέτριος•в -ьем году – προπέρυσι•в -ьи руки – σε τρίτα χέρια•из -ьих рук ή уст (узнать, услышать – κ.τ.τ.) από τρίτο (όχι από τον ίδιο), εξώδικα•с -ьими петухами – με το τρίτο λάλημα των κοκόριων (πολύ πρωί)•до -ьих петухов – πριν το τρίτο λαλημάτων κο-κορ ιών (πριν τη χαραυγή), -
9 голова
-ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.1. κεφάλι, -ή•голова болит το κεφάλι πονά•
повернуть -у στρέφω το κεφάλι•
лысая φαλακρό κεφάλι•
отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.
2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•светлая голова φωτεινό μυαλό•
пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•
замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•
быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.
3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•
городской (παλ,) δήμαρχος.
4. κεφαλή φάλαγγας.5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•
голова сыра κεφάλι τυριού.
εκφρ.без -ы – ανόητος, κουτός•с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•закружилось в -е – ζαλίστηκα•голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•- у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω). -
10 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
11 голова
голов||аж1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·2. (единица счета скота) τό κεφάλί3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του. -
12 превыше
επίρ.παραπάνω, πολύ πιο πάνω•облаков παραπάνω από τα σύννεφα.
εκφρ.превыше всего – πριν απ όλα, παραπάνω, περισσότερο απ όλα, στην πρώτη γραμμή.
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek